fill

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας fill
γ΄ ενικό ενεστώτα fills
αόριστος filled
παθητική μετοχή filled
ενεργητική μετοχή filling

fill (en)

  1. γεμίζω, συμπληρώνω
  2. σφραγίζω, βάζω ένα σφράγισμα σε μια τρύπα σε ένα δόντι
    I have to have two teeth filled.
    Πρέπει να σφραγίσω δυο δόντια.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fill (ca)