flèche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

flèche < λατινική fleccia

Προφορά[επεξεργασία]

 
ΔΦΑ : /flɛʃ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
flèche flèches
  1. βέλος
  2. (οπλισμός) βέλος