fool

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fool fools

fool (en)

  1. κάποιος ανόητος, ηλίθιος
  2. ο γελωτοποιός

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας fool
γ΄ ενικό ενεστώτα fools
αόριστος fooled
παθητική μετοχή fooled
ενεργητική μετοχή fooling

fool (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]