foreign

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός foreign
συγκριτικός more foreign
υπερθετικός most foreign

Επίθετο[επεξεργασία]

foreign (en)

  • ξένος, ξενικός
    My godfather knows five foreign languages.
    Ο νονός μου ξέρει πέντε ξένες γλώσσες.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]