fouille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fuj/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fouille fouilles

fouille (fr) θηλυκό

  1. η ανασκαφή
  2. το ψάξιμο