fraîcheur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fʁɛ.ʃœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fraîcheur fraîcheurs

fraîcheur (fr) θηλυκό