freeware

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

freeware (en)

  • (λογισμικό) (το) νόμιμο δωρεάν λογισμικό το οποίο δεν απαιτεί συνδρομή/πληρωμή κτλ
    (τα trials δεν είναι freeware, τα κλεμμένα προγράμματα δεν είναι freeware· συχνά γίνεται κατάχρηση του όρου [ψευδής δήλωση] από εταιρείες που επιθυμούν πληρωμή ή επαχθή αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων [παραχώρηση δεδομένων χρήστη και πληρωμή της εταιρείας από διαφημιστές])
    • δωρεάν, τζάμπα, τζαμπέ, τζαμπατζίδικο
    • είτε opensource είτε εταιρικό προϊόν
    • είτε ανοιχτού είτε κλειστού κώδικα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • freeware στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια