frittag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλσατικά (gsw)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- frittag < παλαιά άνω γερμανική frīatag < πρωτογερμανική *Frijjōz dagaz (ημέρα της Φρίγκα), (μεταφραστικό δάνειο) λατινική dīes Veneris
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
frittag αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- “frittag” στο Patuzzi, Umberto, επιμ., (2013) Ünsarne Börtar, Luserna, Italy: Comitato unitario delle linguistiche storiche germaniche in Italia / Einheitskomitee der historischen deutschen Sprachinseln in Italien