fudge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

fudge (en)

  • (έκφραση δυσπιστίας ή ενόχλησης) χαζομάρες! μαλακίες!

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fudge fudges

fudge (en)

  1. καραμέλα γάλακτος, κρεμώδης καραμέλα
  2. κουκούλωμα υπόθεσης ή προβλήματος
ενεστώτας fudge
γ΄ ενικό ενεστώτα fudges
αόριστος fudged
παθητική μετοχή fudged
ενεργητική μετοχή fudging

fudge (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]