funnel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

funnel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική funell

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfʌnəl/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
funnel funnels

funnel (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας funnel
γ΄ ενικό ενεστώτα funnels
αόριστος funneled
παθητική μετοχή funneled
ενεργητική μετοχή funneling