gag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gag (en)

  1. το φίμωτρο
  2. το καλαμπούρι



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gag gags

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡaɡ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gag (fr) αρσενικό

  1. γρήγορη κωμική σκηνή
  2. (κατ’ επέκταση) απίστευτη, απίθανη ιστορία