gageure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡa.ʒyʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gageure gageures

gageure (fr) θηλυκό