galop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
galop galops

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

galop (fr) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

galop (pl) αρσενικό

  1. καλπασμός, γκαλόπ