gardénia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: gardenia
      ενικός         πληθυντικός  
gardénia gardénias

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gardénia (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) το φυτό γαρδένια
  2. το άνθος αυτού του φυτού

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • gardénia στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια