generation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]generation (en)
- η γέννηση, η δημιουργία
- η παραγωγή, ο σχηματισμός
- η γενιά
Δείτε επίσης : Generation, génération |
generation (en)