gentile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gentile gentili

gentile (it)

  1. αγαθός
  2. συμπαθητικός
  3. ευγενικός