giełda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική giełda giełdy
γενική giełdy giełd
δοτική giełdzie giełdom
αιτιατική giełdę giełdy
οργανική giełdą giełdami
τοπική giełdzie giełdach
κλητική giełdo giełdy

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

giełda (pl) αρσενικό