giełda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | giełda | giełdy |
γενική | giełdy | giełd |
δοτική | giełdzie | giełdom |
αιτιατική | giełdę | giełdy |
οργανική | giełdą | giełdami |
τοπική | giełdzie | giełdach |
κλητική | giełdo | giełdy |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]giełda (pl) αρσενικό