glycérol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
glycérol glycérols

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glycérol (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]