gorille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gorille gorilles

gorille (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο γορίλλας
  2. (μεταφορικά) (οικείο) ο σωματοφύλακας