great

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός great
συγκριτικός greater
υπερθετικός greatest

great (en)

  1. (ανεπίσημο) μεγάλος, υψηλός, πολύ καλός
    I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
    Έκανα μια μεγάλη ανακάλυψη σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο χθες.
    Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
    Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.
  2. μεγάλος, πολύ περισσότερο από το μέσο βαθμό ή ποσότητα
    at a great distance - σε μεγάλη απόσταση
    the great majority of the people - η μεγάλη πλειοψηφία του λαού
  3. σπουδαίος, σημαντικός
    The great doctor was a top student when he was a child.
    Ο σπουδαίος γιατρός ήταν κορυφαίος μαθητής όταν ήταν παιδί.

Επίρρημα[επεξεργασία]

great (en) (χωρίς παραθετικά)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναγραμματισμοί[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]