grive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grive | grives |
grive (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
grive | grives |
grive (fr) θηλυκό