grow on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | grow on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grows on |
αόριστος | grew on |
παθητική μετοχή | grown on |
ενεργητική μετοχή | growing on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
grow on (en)
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) αρέσω/κυριεύω με τον καιρό περισσότερο
- ↪ I like all his music and it is growing on me.
- Η μουσική του μ' αρέσει όλο και περισσότερο με τον καιρό.
- ↪ Smoking is a habit that grows on you.
- Το κάπνισμα είναι μια συνήθεια που με τον καιρό σε κυριεύει περισσότερο.
- ↪ I like all his music and it is growing on me.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: περισσότερος