gueso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραιοϊσπανικά (lad)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gueso guesos

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gueso < συγγενής με την ισπανική hueso

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡuˈe.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: gu‐e‐so

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gueso αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]