guidance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
guidance < guid(e) + -ance

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɡaɪdəns/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

guidance (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η καθοδήγηση
    I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
    Έχω επανειλημμένως επισημαίνει την ανάγκη παροχής σαφούς καθοδήγησης.
  2. η τηλεκαθοδήγηση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
guidance guidances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

guidance (fr) θηλυκό