gynécée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gynécée gynécées

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gynécée (fr) θηλυκό