hégémonie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ʒe.mɔ.ni/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hégémonie hégémonies

hégémonie (fr) θηλυκό