hêtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɛ.tʁ/
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hêtre hêtres

hêtre (fr) αρσενικό

  1. η οξιά
  2. το ξύλο της οξιάς

Συγγενικά

[επεξεργασία]