hang on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | hang on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs on |
αόριστος | hung on |
παθητική μετοχή | hung on |
ενεργητική μετοχή | hanging on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hang on (en)
- (ανεπίσημο) περιμένω, χρησιμοποιείται για να ζητήσει από κάποιον να περιμένει για λίγο ή να σταματήσει αυτό που κάνει
- ↪ Hang on (a moment)!
- Για περίμενε (μια στιγμή)!
- ↪ Hang on (a moment)!
- κρατώ κάτι σφιχτά
- (ανεπίσημο) περιμένετε, χρησιμοποιείται στο τηλέφωνο για να ζητήσει από κάποιον που τηλεφωνήσει να περιμένει
- ↪ Hang on the line, please!
- Περιμένετε στο ακουστικό, παρακαλώ!
- ↪ Hang on the line, please!
- επιμένω, συνεχίζω να κάνω κάτι σε δύσκολες συνθήκες
- ↪ It’s hard work, but if you hang on long enough, you’ll succeed.
- Είναι δύσκολη δουλειά, αλλά αν επιμείνεις αρκετά, θα πετύχεις.
- ↪ It’s hard work, but if you hang on long enough, you’ll succeed.
- εξαρτώμαι από
Πηγές[επεξεργασία]
- hang on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 686. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιμένω