hang up on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | hang up on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs up on |
αόριστος | hung up on |
παθητική μετοχή | hung up on |
ενεργητική μετοχή | hanging up on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hang up on (en)
- μου κλείνει το τηλέφωνο
- ↪ She hung up on me.
- Μου το έκλεισε./Μου έκοψε την κουβέντα.
- ↪ She hung up on me.