harvesting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]harvesting (en) (μη μετρήσιμο)
- το θέρισμα, ο θερισμός, η πράξη του θερίζω
- ↪ The harvesting of wheat/the field.
- Το θέρισμα του σιταριού/του χωραφιού.
- ↪ harvesting cereals - θερισμός των δημητριακών
- ↪ The harvesting of wheat/the field.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]harvesting (en)