hasło

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hasło (pl) ουδέτερο

  1. το σύνθημα
  2. (κατ’ επέκταση) το σλόγκαν
  3. το λήμμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • hasło i odzew: σύνθημα και παρασύνθημα