have

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας have
γ΄ ενικό ενεστώτα has
αόριστος had
παθητική μετοχή had
ενεργητική μετοχή having
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

have (en)

  1. (όχι στα continuous tenses, και have got) έχω, κατέχω ή κρατάω κάτι
    They don’t have a car./They haven’t got a car.
    Δεν έχουν αυτοκίνητο.
    I don’t have anything.
    Δεν κατέχω τίποτα.
    I always have my passport with me.
    Κρατώ πάντα το διαβατήριό μου μαζί μου.
  2. (όχι στα continuous tenses, και have got) έχω, αποτελούμαι από κάτι
    How many days does April have?/How many days has April got?
    Πόσες μέρες έχει ο Απρίλιος;
  3. (όχι στα continuous tenses, και have got) έχω, δείχνω μια ιδιότητα
    Does she have light blue eyes?/Has she got light blue eyes?
    Έχει γαλανά μάτια;
    I have a good memory.
    Έχω καλή μνήμη.
  4. (όχι στα continuous tenses, και have got) έχω, χρησιμοποιείται για να δείξει μια συγκεκριμένη σχέση
    Does she have children?/Has she got kids?
    Έχει παιδιά;
  5. (όχι στα continuous tenses, και have got) έχω, μπορώ να χρησιμοποιήσω κάτι επειδή είναι διαθέσιμο
    Do you have much time for reading?/Have you got much time for reading?
    Έχεις αρκετό χρόνο για διάβασμα;
  6. (auxiliary verb, have to + απαρέμφατο του ρήματος) πρέπει να, οφείλω να
    → δείτε το ρήμα have to
  7. (όχι στα continuous tenses, και have got) έχω ένα συναίσθημα ή μια σκέψη στο μυαλό μου
    Have you (got) any idea where it is?
    Έχεις καμιά ιδέα που βρίσκεται;
  8. (όχι στα continuous tenses, και have got) έχω, υποφέρω από μια ασθένεια
    I have a cold.
    Έχω κρύο.
    Do you often have a headache?
    Έχεις συχνά πονοκέφαλο;
  9. (όχι στα continuous tenses, και have got) κρατάω κάποιον ή κάτι με τον τρόπο που αναφέρθηκε
    He had me by the sleeve.
    Με κράτησε από το μανίκι.
  10. έχω, περνάω, κάνω, ζω κάτι
    Did you have much difficulty finding the house?
    Είχες πολλή δυσκολία να βρεις το σπίτι;
    Did you have a good time?
    Περάσατε καλά;
    Did you have a good vacation?
    Κάνατε καλές διακοπές;
  11. έχω, παίρνω, τρώω, πίνω ή καπνίζω κάτι
    Yesterday we had moussaka.
    Χθες είχαμε μουσακά.
    I am having breakfast.
    Παίρνω πρωινό.
    -“What will you have?” -“I’ll have a cognac.”
    -«Τι θα πάρεις;» -«Θα πάρω ένα κονιάκ.»
  12. παίρνω, εκτελώ μια συγκεκριμένη ενέργεια
    Then I’ll have my bath and…
    Έπειτα παίρνω το μπάνιο μου και…
  13. βάζω, κάνω κάτι να γίνεται για μένα από κάποιον άλλο
    I had the house painted.
    Έβαλα να μου βάψουν το σπίτι.
    When did you have it cleaned?
    Πότε έβαλες και το καθαρίσαν;
  14. θέλω, λέω ή κανονίζω να κάνει κάποιος κάτι
    Would you have me agree under these conditions?
    Θα ήθελες να συμφωνήσω κάτω απ' αυτούς του όρους;
  15. (auxiliary verb, + παθητική μετοχή του ρήματος) φτιάχνει τον χρόνο ρήματος το present perfect (αντίστοιχο με τον ελληνικό παρακείμενο), δηλώνει κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν, αλλά το αποτέλεσμα εξακολουθεί να υπάρχει στο παρόν
    I have found the child.
    Έχω βρει το παιδί.
    They have eaten all the food.
    Έχουν φάει όλο το φαγητό.
    Has Greece ever had a king?
    Η Ελλάδα είχε ποτέ βασιλιά;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]