hipoteza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hipoteza < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipoteza | hipotezaj |
αιτιατική | hipotezan | hipotezajn |
hipoteza (eo)
- υποθετικός, σχετικός με μια υπόθεση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌçipɔˈtɛza/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hipoteza (pl) θηλυκό
- (επιστήμες) η υπόθεση