hose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hose hoses

hose (en)

ενεστώτας hose
γ΄ ενικό ενεστώτα hoses
αόριστος hosed
παθητική μετοχή hosed
ενεργητική μετοχή hosing

hose (en)

  • πλένω κάτι με λάστιχο ποτίσματος
    I hose down a car/the deck/the walls.
    Πλένω ένα αυτοκίνητο/το κατάστρωμα/τους τοίχους (με λάστιχο ποτίσματος).