houe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔu/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
houe houes

houe (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]