huilage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
huilage < huiler

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɥi.laːʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
huilage huilages

huilage (fr) αρσενικό

  1. η βύθιση ενός αντικειμένου μέσα σε λάδι
  2. το λάδωμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]