humoriste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /y.mɔ.ʁist/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
humoriste humoristes

humoriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο χιουμορίστας, η χιουμορίστρια
  2. o ευθυμογράφος