hyperbole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hyperbole (en)

  1. η υπερβολή
     συνώνυμα: exaggeration
  2. (σχήμα λόγου) το σχήμα λόγου της υπερβολής
  3. (μαθηματικά) η υπερβολή
     συνώνυμα: hyperbola



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hyperbole < yperbole < λατινική hyperbole < αρχαία ελληνική ὑπερβολή < ὑπέρ (hyper-) + βολ- βάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pɛʁ.bɔl/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hyperbole hyperboles

hyperbole (fr) θηλυκό

  1. η υπερβολή
     συνώνυμα: emphase, exagération
  2. (μαθηματικά) η υπερβολή
    → δείτε τις λέξεις centre, conique, courbe, distance, foyer, géométrique, plan και point