immediately

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
immediately < immediate + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

immediately (en) (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 38, 343. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αμέσως, ευθύς