in particular

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in particular < → δείτε τις λέξεις in και particular

Έκφραση

[επεξεργασία]

in particular (en)

  • (ιδιωματισμός) συγκεκριμένα, το συγκεκριμένο, και μάλιστα
    I am not thinking of anything in particular.
    Δε σκέφτομαι τίποτα το συγκεκριμένο.
    In summer, in particular August, it’s sweltering hot.
    Το καλοκαίρι, και μάλιστα τον Αύγουστο, η ζέστη είναι φοβερή.
    He likes to be of help to others, in particular when they are a friend.
    Του αρέσει να εξυπηρετεί τον άλλον, όταν μάλιστα είναι φίλος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically