incense

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: incest

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
incense incenses

incense (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας incense
γ΄ ενικό ενεστώτα incenses
αόριστος incensed
παθητική μετοχή incensed
ενεργητική μετοχή incensing

incense (en)