inerte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
inerte inertes

inerte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αδρανής



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

inerte < λατινική iners (in- και ars)

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
inerte inerti

inerte (it)

  1. αδρανής

Συνώνυμα[επεξεργασία]