insertion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
insertion insertions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

insertion (fr) θηλυκό

  1. η ένταξη
  2. η καταχώρηση
  3. (βιολογία, γενετική) προσθήκη, καταχώνιασμα (γενετική εισαγωγή κώδικα)

Σύνθετα[επεξεργασία]