insoutenable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
insoutenable insoutenables

Επίθετο[επεξεργασία]

insoutenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αστήριχτος
  2. αβάσταχτος, ανυπόφορος, αβάσταγος