insult

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insult insults

insult (en)

  1. προσβολή, αγενής λόγος
  2. (μεταφορικά) προσβολή
ενεστώτας insult
γ΄ ενικό ενεστώτα insults
αόριστος insulted
παθητική μετοχή insulted
ενεργητική μετοχή insulting

insult (en)