insulte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
insulte < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insulte insultes

insulte (fr) θηλυκό

  1. η βρισιά, η βρισίδι
  2. η προσβολή
  3. η προπηλάκιση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]