intensive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
intensive < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική intensif < λατινική intensivus < intendere
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
intensive (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
(οικονομία)
(πληροφορική)