interruption
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
interruption | interruptions |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- interruption < μέση αγγλική interrupcioun
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌɪn.tə.ˈɹʌp.ʃən/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]interruption (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η διακοπή, κάτι που διακόπτει προσωρινά μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση· μια στιγμή που μια δραστηριότητα διακόπτεται
- ↪ an interruption in business/in payments - διακοπή των εργασιών/των πληρωμών
- η διακοπή, η πράξη του να διακόπτω κάποιον που μιλάει
- ↪ Can I speak without interruptions?
- Μπορώ να μιλήσω χωρίς διακοπές;
- ↪ Can I speak without interruptions?
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- interruption < λατινική interruptio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.ʁyp.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
interruption | interruptions |
interruption (fr) θηλυκό
- η διακοπή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)