justice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

justice (en)

  • (μη μετρήσιμο) η δικαιοσύνη, η δίκαιη μεταχείριση των ανθρώπων
    Justice always comes sooner or later.
    Η δικαιοσύνη πάντα έρχεται αργά ή γρήγορα.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

justice (fr)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]