kârvḙale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kârvḙale < αλβανική karabele (στρατιωτικός άρτος) ή karveljo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kâr.veˈa.le/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kârvḙale (roa-rup)
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Νικολαΐδης Κωνσταντίνος, Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης, 1909